Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Καλά Χριστούγεννα και Χρόνια Πολλά



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρωτας στα χιόνια

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.


Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.


Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.


Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!


Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.


(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Χάκκας Μάριος

Πηγή:http://www।ekebi.gr/

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή। Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής। Εκεί ο Χάκκας τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο (1937-1943) και στη συνέχεια γράφτηκε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου। Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συνελήφθη με το νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συλλήφθηκε και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστηνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία. Το 1970 ο θίασος Βήματα του Θανάση Παπαγεωργίου ανέβασε το μονόπρακτο έργο του Χάκκα Ενοχή στο θέατρο Φλόριντα. Πέθανε στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς σε ηλικία σαραντα ενός χρόνων. Ο Μάριος Χάκκας ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων λογοτεχνών. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με το Όμορφο καλοκαίρι, συλλογή ποιημάτων γραμμένων στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την πραγματοποίηση της έκδοσης το 1965. Ο ποιητικός λόγος του Χάκκα είναι άμεσος και βιωματικός, κινείται στα πλαίσια της δραματικής γραφής που υιοθέτησαν πολλοί ποιητές της γενιάς του ‘30 και εκφράζει την επιτακτική ανάγκη του δημιουργού να ξεφύγει από την απάνθρωπη πραγματικότητα που αντικειμενικά βίώνε. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία ανήκει στην παράδοση του μεταπολεμικού ρεαλισμού με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και έντονη την παρουσία ιστορικών και βιωματικών στοιχείων. Με τη συλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο - δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο - Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα.Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μάριου Χάκκα βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χάκκας Μάριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Μάριος Χάκκας», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Η΄, σ.86-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Σταυροπούλου Έρη, «Χρονολόγιο Μάριου Χάκκα (1931-1972)», Διαβάζω297, 28/10/1992, σ.22-25, όπου περισσότερα στοιχεία.

Εργογραφία

Ι.Ποίηση
• Όμορφο καλοκαίρι. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1965.
ΙΙ.Διηγήματα
• Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1966 (και β’ έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα, Κέδρος, 1972).
• Ο μπιντές και άλλες ιστορίες. Αθήνα, Κέδρος, 1970.
• Το κοινόβιο. Αθήνα, Κέδρος, 1972.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Ενοχή (μονόπρακτα). Αθήνα, Κέδρος, 1971.
ΙV. Συγκεντρωτική έκδοση
• Μάριου Χάκκα, Άπαντα· Εικόνες Τάκη Σιδέρη. Αθήνα, Κέδρος,1978 (και έκδοση γ΄ συμπληρωμένη, Αθήνα, Κέδρος, 1986).

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Ιωάννου Γιώργος

Ιωάννου Γιώργος



http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=192

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας του Αθανασίας Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη μετά από οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Το έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου στην Ελλάδα. Στην πεζογραφία του, από την οποία έγινε κυρίως γνωστός, απεικονίζεται μέσω της μονομερούς αφήγησης και του εσωτερικού υποβλητικού λόγου του μια ολόκληρη εποχή (από τη γερμανική κατοχή ως τη μεταπολίτευση και την μετέπειτα περίοδο) που σφράγισε τη νεοελληνική ιστορία. Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης.


Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Ηλιοτρόπια. Θεσσαλονίκη, έκδοση του συγγραφέα, 1954.
• Τα χίλια δέντρα. Θεσσαλονίκη, έκδοση περ. Διαγώνιος, 1963.
• Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963. Αθήνα, Ερμής, 1973.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Για ένα φιλότιμο· Πεζογραφήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964.
• Η σαρκοφάγος· Πεζογραφήματα. Αθήνα, Ερμής, 1971.
• Η μόνη κληρονομιά· Πεζογραφήματα. Αθήνα, Ερμής, 1974.
• Το δικό μας αίμα. Αθήνα, Ερμής, 1978.
• Ομόνοια 1980· Φωτογραφίες Ανδρέας Μπελιάς. Αθήνα, Οδυσσέας, 1980.
• Επιτάφιος θρήνος. Αθήνα, Κέδρος, 1980.
• Κοιτάσματα· Πεζά κείμενα. Αθήνα, Ορέστης, 1981.
• Πολλαπλά κατάγματα. Αθήνα, Εστία, 1981.
• Εφήβων και μη· Διάφορα κείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Εύφλεκτη χώρα. Αθήνα, Καθημερινή, 1982.
• Καταπακτή. Αθήνα, Γνώση, 1982.
• Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
• Ο Πίκος και η Πίκα (παιδικό παραμύθι). Αθήνα, 1986.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις. Αθήνα, Κέδρος, 1969.
• Παλατινή ανθολογία · Στράτωνος μούσα παιδική. Αθήνα, Κέδρος, 1980.
ΙV. Μελέτες - άλλα κείμενα
• Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1965.
• Τα δημοτικά μας τραγούδια. Αθήνα, Ταχυδρόμος, 1966.
• Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού. Αθήνα, Ταχυδρόμος, 1966.
• Παραλογές. Αθήνα, Ερμής, 1970.
• Καραγκιόζης1-3. Αθήνα, Ερμής, 1973.
• Παραμύθια του λαού μας. Αθήνα, Ερμής, 1973.
• Αλεξάνδρεια 1916· Ημερολόγιο Φίλιππου Δραγούμη. Αθήνα, Δωδώνη, 1984.
• Ο της φύσεως έρως· Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης. Αθήνα, Κέδρος, 1985.
• Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής (συνεντεύξεις). Αθήνα, Κέδρος, 19;
V. Θέατρο
• Το αυγό της κότας· Θέατρο για παιδιά. Εικονογράφηση
Αλέξης Κυριτσόπουλος. Αθήνα, Κέδρος, 1981.




Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Αντώνης Σαμαράκης

Αντώνης Σαμαράκης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003)

πηγή: http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=359

Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941) Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως ποιητής από τις στήλες των περιοδικών Παιδικός κόσμος και Διάπλασις των Παίδων. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της Νέας Εστίας και άλλων περιοδικών, όπως το Ξεκίνημα, και τα Νεοελληνικά Γράμματα. Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ακτίνες μετά τον πόλεμο του 1940. Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ζητείται ελπίς. Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1962 για το Αρνούμαι), το Βραβείο των Δώδεκα - Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966 για το Λάθος), το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Γαλλία (1970 για το Λάθος). Τιμήθηκε επίσης για τη συνολική προσφορά του από τη διοργάνωση Europalia (1982) και με το Σταυρό του ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995). Μετά τη μεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Διηγήματά του έγιναν σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ταινία έγινε επίσης Το λάθος από τον Peter Fleischmann. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη τοποθετείται στο χώρο της κοινωνικής καταγγελίας. Μέσα από τα έργα του προβάλλει έντονη η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση και η ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.). 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Σαμαράκη βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης «Αντώνης Σαμαράκης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Ζ΄, σ.54-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Ζήρας Αλεξ., «Σαμαράκης Αντώνης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παππάς Γιάννης Η. – Σκιαθάς Αντώνης Δ., «Σχεδίασμα εργοβιογραφίας Αντώνη Σαμαράκη», Ελί-τροχος17-18 (Πάτρα), Χειμώνας – Άνοιξη 1999, σ.7-13.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Διηγήματα
• Ζητείται ελπίς· Διηγήματα. Αθήνα, 1954.
• Αρνούμαι. Αθήνα, Φέξης, 1961.
• Το διαβατήριο. 1973.
• Η κόντρα· Διηγήματα. Αθήνα, 1992.
ΙΙ.Μυθιστορήματα
• Σήμα κινδύνου· Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1959.
• Το λάθος· Μυθιστόρημα· Εξώφυλλο του χαράκτη Α.Τάσσου. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1965.






Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος

Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, & Θερμά θαλάσσια λουτρά

Τζών Τέϋλορ - Μετάφρ. Καλλιόπη Καβούρη, "Τομές".

http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/taylor_paste.

ΑΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ολιγογράφος συγγραφέας, και όχι ιδιαίτερα γνωστός στον μέσο Έλληνα αναγνώστη, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος απολαμβάνει -γεγονός, πιστεύω, σπουδαιότερο-, της εκτίμησης των ομοίων του, των συναδέλφων του συγγραφέων και κριτικών. Εκτιμάται ως ένας δεξιοτέχνης του ύφους, ως ευαίσθητος, διεισδυτικός τεχνίτης συγκινήσεων, ο οποίος έδωσε φωνή σε μια κοινότητα παραμελημένη από τα νεοελληνικά γράμματα: τη μικρή επαρχιακή πόλη, στην προκειμένη περίπτωση στον Πύργο της Ηλείας. Η πρόσφατη επανέκδοση (με μεγάλη τυπογραφική φροντίδα) της δεύτερης και τρίτης έκδοσης, αντίστοιχα, των: Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980) και Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (1973) - των δύο συλλογών διηγημάτων του - θα καθιερώσει τον Παπαδημητρακόπουλο σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ως έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς, του οποίου το έργο θυμίζει ζωγράφους του μελαγχολικού και του εφήμερου, σαν τον Πήτερ Άλτενμπεργκ και τον Άντον Τσέχωφ, με κάπου κάπου μια μελοδραματική πινελιά του Τζαίημς Θάρμπερ. Το έργο του Παπαδημητρακόπουλου περιλαμβάνει επίσης μια συλλογή των κριτικών του κειμένων, Παρακείμενα (Κέδρος 1983) και αρκετές μελέτες αφιερωμένες στον Νίκο Καχτίτση και στο έργο του.


Όπως ο Καχτίτσης και ο Ν. Γ. Πεντζίκης - άλλος συγγραφέας που το έργο του τον ενδιαφέρει ως κριτικό -, ο Παπαδημητρακόπουλος έχει σφυρηλατήσει έναν τρόπο έκφρασης, μια γλώσσα που αμέσως αναγνωρίζεται ότι είναι δική του. Πάντα απέριττος, μελωδικός, προσεκτικός στον βαθύτερο ρυθμό της ιστορίας: η μελωδία της πρόζας στο Ελεονόρα μιμείται τον λαχανιαστό, κοφτό ρυθμό της ερωτικής επαφής, παραλληλίζοντας έτσι τη δράση στο προσωδιακό επίπεδο και δημιουργώντας αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «μεταφυσικό καλαμπούρι», ενώ η γλώσσα στο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά αποκαλύπτει μια επιδέξια παράθεση δημοτικής και καθαρεύουσας. Ένα από τα σημαντικά χαρίσματα του Παπαδημητρακόπουλου είναι αυτό της παρωδίας. Στα διηγήματα «Η ισπανική κιθάρα» και «Η επιταγή», για παράδειγμα, παρωδεί την άτυχη καθαρεύουσα της τοπικής εφημερίδας και των καλοπροαίρετων επαρχιωτών - επίδειξη ύφους που φθάνει σε χωρίς προηγούμενο ύψη στο αξέχαστο διήγημά του ‘Ο Γενικός αρχειοθέτης’, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Διάλογος (Τεύχος 12/13, 1981, σελ. 8-14) και που αναμφίβολα προορίζεται για μια τρίτη συλλογή διηγημάτων. Στον διάλογο «Σας ήρεσε;» ο Παπαδημητρακόπουλος μιμείται τα ελληνικά των νεόπλουτων, ο διάλογος γίνεται μέσα σ' ένα διαμέρισμα τραίνου και θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ολοζώντανο θεατρικό μονόπρακτο.


Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου, που έχουν τόπο δράσης τον Πύργο, θα μπορούσαν να συγκριθούν με την λογοτεχνία της μικρής κεντροδυτικής Αμερικάνικης πόλης, με την προφανή βέβαια διαφορά ότι η παρωδία του δεν περιέχει την περιφρονητική διάθεση του Σίνκλαιρ Λιούϊς ή την ασίγαστη, άτεχνη μερικές φορές, προσπάθεια του Σέργουντ Άντερσον να ξεγυμνώσει την σεξουαλική πραγματικότητα. Το άγγιγμά του Παπαδημητρακόπουλου είναι τρυφερό• αφορά στα σκαμπανεβάσματα της καθημερινής ζωής, που τα διηγήματά του περιγράφουν. Το λάϊτ-μοτίφ είναι ο θάνατος, ο θάνατος του πατέρα του αφηγητή στο ‘Εις μνήμην’, ο θάνατος μερικών συμμαθητών του στο ‘Ο τελευταίος επιζών’, ο θάνατος του πάντα άτυχου, αν και πάντα καλοπροαίρετου Μιχάλη στο ‘Η κόκκινη σημαία’, ο θάνατος του γέρου ψάλτη στο γηροκομείο στο ‘Η επιταγή’, του απατεώνα Γιάννη στο ‘Η ισπανική κιθάρα’, της παθιασμένης λουόμενης ομορφιάς στο ‘Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη’, του νεαρού Ρώσου φιγουρατζή στο ‘Θερμά θαλάσσια λουτρά’, του γενναίου αλλά κακοκέφαλου Νίκου στο ‘Ο Νίκος ο Σερέτης’, του αγωνιστή (του Εμφύλιου) που είχε βλενόρροια στο ‘Η εκτέλεση’. Ακόμα και στο ‘Τα μαξιλάρια’ - μάλλον δοκίμιο, παρά διήγημα ως προς την δομή - ο αφηγητής θυμίζει: «...τότε που ο Γιάννης ο Ναύτης, κατ' άλλους με δύο, κατ' άλλους με ένα μαχαίρι, έσφαξε δώδεκα στη σειρά στην από μέσα μεριά της μάντρας». Η περίοδος είναι βέβαια ο Εμφύλιος και αυτοί που τους έσφαξε τον λαιμό δεν είναι πρόβατα, αλλά άνθρωποι. Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου διαφέρουν από πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα των συγχρόνων του στο ότι η τραγωδία είναι πάντα ανθρώπινη, όχι ιδεολογική. Όπως ο Τσέχωφ, ο Παπαδημητρακόπουλος δεν επιδιώκει να δώσει λύσεις, αλλά μάλλον να περιγράψει καταστάσεις τόσο πιστά κι αληθινά, ώστε ο αναγνώστης δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει. Ο κριτικός του έργου του Παπαδημητρακόπουλου δεν πρέπει να ψάξει να βρει το νόημα στις ιδέες, ιδεολογίες ή αφηγηματικούς νεωτερισμούς, αλλά στα αισθήματα. Και είναι τα αισθήματα, που εμφανίζονται στο έργο του Παπαδημητρακόπουλου, που ηχούν τόσο αληθινά: το χέρι του εβδομηντάρη διευθυντή της τοπικής εφημερίδας που ακουμπούσε ανέκφραστος πάνω στην στοίβα του άσπρου χαρτιού, μετά το τέλος της σχέσης του με την «αηδόνα». Ο Νίκος στο ‘Ο τελευταίος επιζών’ που βιαστικά φωνάζει στον αφηγητή καθώς χωρίζονται στο αεροδρόμιο: «Δεν πρόφτασα να σου πω για την αρρώστια μου. Έχω φασαρίες με το συκώτι μου».


Πάνω απ' όλα είναι ο αφηγητής που αναδύεται ως κεντρικός χαρακτήρας των 23 διηγημάτων, που όλα εκτός από ένα, είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. (‘Ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο’ είναι η εξαίρεση, αλλά, χωρίς έκπληξη αντιλαμβανόμαστε ότι η προφανώς ειρωνική χρήση του τρίτου προσώπου τονίζει περισσότερο το γεγονός ότι το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο αφηγητής.)


Μέσω των πικρόχολα ειρωνικών περιγραφών, που δίνει, των παραδοσιακών αντικειμένων, εθίμων και καθημερινών γεγονότων της Ελλάδας των παιδικών χρόνων του συγγραφέα - η γενιά του Παπαδημητρακόπουλου είναι αυτή που κατ' εξοχήν όχι μόνο υπέφερε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφύλιου, αλλά που είδε επίσης τα τελευταία απομεινάρια της προπολεμικής Ελλάδας να εξαφανίζονται από τις μπουλντόζες κατά την δεκαετία του πενήντα και την δεκαετία του εξήντα --ο αφηγητής αποκαλύπτεται μελαγχολικός, νοσταλγικός, αν όχι πικραμένος. Αλλά η αρχική αιτία μελαγχολίας του συγγραφέα δεν είναι τόσο η θύμηση εποχών που πέρασαν, όσο η συνείδηση ότι αυτός ο ίδιος γέρασε• η νοσταλγία του για τα αντικείμενα και τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας βασίζεται στην υπάρχουσα γνώση ότι ο χρόνος περνά. Συχνά αποκομμένος, αποχωρισμένος, αποκλεισμένος, πάντα παρατηρητής ακόμα κι όταν συμμετέχει, ο αφηγητής στο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά, έχει συχνές «προαισθήσεις θνητότητας» (παραφράζοντας την γνωστή έκφραση του Γουόρντσγουωρθ, «προαισθήσεις αθανασίας») και ό,τι σε πρώτη ανάγνωση φαινομενικά είναι ενέργειες ή κινήσεις, που περιγράφονται τόσο αντικειμενικά ή χιουμοριστικά, τελικά αποδεικνύεται - κι αυτή είναι η ουσιαστική επίδραση αυτών των διηγημάτων στον αναγνώστη - ότι είναι μέχρι τα μύχια υποκειμενικές, με μια οδυνηρή αναφορά στο εφήμερο.